Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τύμβῳ φίλον πρόσφαγμα

См. также в других словарях:

  • πρόσφαγμα — άγματος, τὸ, Α [προσφάζω] 1. σφάγιο που θυσιάζεται για χάρη άλλων («αἰτεῑ... Πολυξένην τύμβῳ φίλον πρόσφαγμα λαβεῑν», Ευρ.) 2. αίμα από σφάγιο («καί νιν εὑρήσειν δοκῶ πίνοντα τύμβου πλησίον προσφαγμάτων», Ευρ.) 3. το να θυσιάζει κανείς σε θεό, η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»