-
1 πρό-σφαγμα
πρό-σφαγμα, τό, das vorher Geschlachtete, das Opfer; ϑερμῷ κοπείσης φοινίῳ προσφάγματι, Aesch. Ag. 1251; τύμβῳ φίλον πρόσφαγμα, Eur. Hec. 41, u. öfter; vgl. Lob. Phryn. 673.
См. также в других словарях:
πρόσφαγμα — άγματος, τὸ, Α [προσφάζω] 1. σφάγιο που θυσιάζεται για χάρη άλλων («αἰτεῑ... Πολυξένην τύμβῳ φίλον πρόσφαγμα λαβεῑν», Ευρ.) 2. αίμα από σφάγιο («καί νιν εὑρήσειν δοκῶ πίνοντα τύμβου πλησίον προσφαγμάτων», Ευρ.) 3. το να θυσιάζει κανείς σε θεό, η… … Dictionary of Greek